1 εμποριον
τοῦ ἐμπορίου προστάται Her. и ἐπιμελεταί Dem. — смотрители эмпория
(κατὰ γῆν δέχεσθαι ἐμπόρια Xen.)
Древнегреческо-русский словарь > εμποριον